μιαρόγλωσσος

μιαρόγλωσσος
μῐᾰρόγλωσσος, ον,
A foul-mouthed, AP7.377 (Eryc.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μιαρόγλωσσος — μιαρόγλωσσος, ον (Α) αυτός που έχει μιαρή γλώσσα, αισχρολόγος, βρομόγλωσσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μιαρός + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. κακό γλωσσος] …   Dictionary of Greek

  • μιαρογλώσσου — μιαρόγλωσσος foul mouthed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • μιαρός — ή, ό (ΑΜ μιαρός, και μιερός ά, ον) 1. βαμμένος, κηλιδωμένος ή μολυσμένος με αίμα 2. (γενικά) βρόμικος, λερωμένος, ακάθαρτος, ρυπαρός 3. (με ηθική σημ.) αισχρός, αχρείος 4. βέβηλος, ανίερος, ανόσιος («και οι μιαροί κατασκορπιούνται πάντα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”